Αρχική Ιστορίες Αφιερώματα Πτώση του Τείχους του Βερολίνου: Τι θρέφει τη νοσταλγία για το «λαοκρατικό» design;

Πτώση του Τείχους του Βερολίνου: Τι θρέφει τη νοσταλγία για το «λαοκρατικό» design;

0
Πτώση του Τείχους του Βερολίνου: Τι θρέφει τη νοσταλγία για το «λαοκρατικό» design;

DESIGN | Στις τρεις δεκαετίες που μεσολάβησαν από την ιστορική στιγμή της Πτώσης του Τείχους του Βερολίνου, στις 9 Νοεμβρίου του 1989, αντικείμενα και συσκευασίες -όπως αυτές των τροφίμων και των ποτών- που σημάδεψαν την καθημερινή ζωή των κατοίκων της πρώην Ανατολικής Γερμανίας δημιούργησαν μια καθ’όλα mainstream αγορά με τον κωδικό Ostalgie.

DESIGN | Στις τρεις δεκαετίες που μεσολάβησαν από την ιστορική στιγμή της Πτώσης του Τείχους του Βερολίνου, στις 9 Νοεμβρίου του 1989, αντικείμενα και συσκευασίες -όπως αυτές των τροφίμων και των ποτών- που σημάδεψαν την καθημερινή ζωή των κατοίκων της πρώην Ανατολικής Γερμανίας δημιούργησαν μια καθ’όλα mainstream αγορά με τον κωδικό Ostalgie.

Σετ μαχαιροπίρουνων εστιατορίου στο Ανατολικό Βερολίνο

Απορούσαν τα διεθνή ΜΜΕ: «Είναι δυνατόν οι Γερμανοί να νοσταλγούν τις “παλιές καλές μέρες” της Λαϊκής Δημοκρατίας;». Και η αλήθεια είναι ότι μέσα στα 30 χρόνο που μεσολάβησαν από την Πτώση του Τείχους του Βερολίνου στην πόλη άνθησαν τα retro μπαρ σε ψυχροπολεμικό στυλ, ξενοδοχεία διαμόρφωσαν την εσωτερική τους διακόσμηση στην ίδια ακριβώς βάση, το διάσημο Ampelmaenchen (ο αντίστοιχος Σταμάτης και Γρηγόρης) -δημιούργημα του Ανατολικουγερμανού ψυχολόγου Karl Peglau- επέδειξε εντυπωσιακή ανθεκτικότητα στα γερμανικά φανάρια της Αγκελα Μέρκελ, στυλίστες εκτιμούν πως τα χαρακτηριστικά γυαλιά του Χόνεκερ «ήταν όλα τα λεφτά», ενώ καταναλωτές της εντυπωσιακής σε ποικιλία ειδών και ελκυστικών πακέτων ενοποιημένης ευρωπαϊκής αγοράς, συγκινούνται αντικρίζοντας συσκευασίες τροφίμων και ποτών που κάποτε κοσμούσαν τα ράφια των καταστημάτων του Ανατολικού Βερολίνου. 

Το «ανατολικογερμανικό design» παραμένει μέσα στη δίνη της ιστορικής εξέλιξης trendy και ο λόγος δεν είναι μόνο ο σαρκασμός και το τρολάρισμα της αισθητικής, των συνθηκών διαβίωσης και των συνηθειών ενός κόσμου που κατέρρευσε παταγωδώς. Αυτή η τάση που κωδικοποιήθηκε ως «Ostalgie» (σύντηξη των λέξεων Οst και Νostalgei, που σημαίνουν ανατολή και νοσταλγία αντίστοιχα) για αρκετούς πρώην Ανατολικογερμανούς φαίνεται πως κρύβει για κάποιους μια διάσταση πραγματικής νοσταλγίας.

Συσκευασίες οσπρίων και αφυδατωμένων λαχανικών

Λέει η καγκελάριος, Αγκελα Μέρκελ, σε συνέντευξη στο «Der Spiegel», στις 5 Νοεμβρίου του 2019: «Η άποψη για τη ζωή στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας εξαρτάται και από το πού βρίσκεται σήμερα κάθε ένας από εμάς ως πρώην Ανατολικογερμανός. Βασικά, όταν σκεφτόμαστε (σ.σ. εννοεί, όσοι ήταν πολίτες της) τη ΛΔΓ υπάρχει ένα πράγμα που πολλοί Δυτικογερμανοί είναι δύσκολο να αντιληφθούν: ότι ακόμη και σε μια δικτατορία μπορούν να υπάρξουν πετυχημένες ζωές». «Είχαμε φίλους και οικογένειες που μαζί τους γιορτάσαμε γενέθλια και Χριστούγεννα ή μοιραστήκαμε τη θλίψη» συνεχίζει η κ. Μέρκελ για να καταλήξει: «Το γεγονός ότι δεν μπορούσαμε να ταξιδέψουμε στην Αμερική, αλλά μόνο στην Ουγγαρία ή τη Βουλγαρία, δεν καθόριζε συνεχώς την καθημερινότητά μας». Αυτή η πλευρά, η διάσταση της καθημερινότητας και των προσωπικών ζωών που εξελισσόταν στη ΛΔΓ η καγκελάριος θεωρεί ότι δεν γίνεται αντιληπτή ή ακόμα και πως αγνοείται από πολλούς Δυτικογερμανούς σήμερα. Το γεγονός αυτό εκτιμά πως οδηγεί αρκετούς  άλλους σε ένα είδος νοσταλγίας για τη ΓΛΔ, μια «ρομαντική εξιδανίκευση», όπως τη χαρακτήρισε, που «συμπυκνώνεται στο σύνθημα: “Τη ζωή μας στη ΛΓΔ κανείς δεν μπορεί να μας την πάρει”».

Η ζωή των άλλων και η δική τους ζωή. Το 1989 μια έκθεση στην γκαλερί Habernoll κοντά στη Φρανκφούρτη με θέμα τα είδη καθημερινής χρήσης στο πρώην Ανατολικό Μπλοκ και στην τότε Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας -απ’ όπου και οι φωτογραφίες- εξέπληξε τους πάντες με την απροσδόκητη επιτυχία της. Η εξήγηση που δόθηκε για την εντυπωσιακή προσέλευση του κοινού, επικεντρώθηκε τότε στην ανάγκη των Δυτικογερμανών να δουν μέσα από την κλειδαρότρυπα τη ζωή των συμπατριωτών τους στην άγνωστη-χώρα-πίσω-από-το-Τείχος που μόλις είχε πέσει με θόρυβο. Ωστόσο χρόνια μετά η συγκίνηση που συνεχίζουν να προκαλούν τα «αξιοπερίεργα» προϊόντα ερμηνεύεται πλέον αλλιώς: οι Γερμανοί ένιωσαν πως έρχονται πρόσωπο με πρόσωπο με το προπολεμικό τους παρελθόν. Από τη σκοπιά αυτή τα προϊόντα της Ανατολικής Ευρώπης ανακαλούν στη μνήμη των θεατών ένα παρελθόν εμπορικών δοσοληψιών ολότελα ξεχασμένο, ανέγγιχτο από στρατηγικές μάρκετινγκ, τακτικές διαφήμισης και μελετημένες λαμπερές συσκευασίες. Το «πρωτόγονο» design τους ζωντανεύει συνειρμικά μια εποχή που οι Αγορές δεν κυριαρχούσαν στις καθημερινές σχέσεις, μια εποχή ομιχλώδους αθωότητας -μοιάζει ίσως με «αυτό το κάτι γοητευτικό» που ξυπνά στον Έλληνα μια παλιά μεταλλική συσκευασία φυτίνης ή τα ράφια ενός ξεχασμένου μπακάλικου σε κάποιο ορεινό χωριό. Κι η αλήθεια είναι ότι στα 40 χρόνια που μεσολάβησαν μεταξύ της ίδρυσης της Λαϊκής Δημοκρατίας και της Πτώσης του Τείχους συμπυκνώθηκε πράγματι η ιστορία ενός δημιουργικού σχεδιασμού ακηδεμόνευτου από την αρχή του κέρδους και των πωλήσεων (κηδεμονευμένου ωστόσο απ’ τις αρχές του Κόμματος).

 

Η δεκαετία του ’50: από το Bauhaus στο «κιτς». Στις αρχές του 1950 designers βαθιά επηρεασμένοι από τη σχολή Bauhaus, όπως ο ολλανδικής καταγωγής Mart Stam, διευθυντής της Ακαδημίας των Τεχνών και της Ανώτατης Σχολής Χειροτεχνίας της Δρέσδης, έβαλαν ανεξίτηλα τη σφραγίδα τους στο ύφος και το στιλ του «λαοκρατικού» σχεδιασμού. Βασική τους επιδίωξη –η ιδέα που τους ενέπνεε– ήταν μέσα από τις λειτουργικές φόρμες και τα σχήματα των καθημερινών αντικειμένων να πετύχουν την αναβάθμιση της ποιότητας ζωής και να εξελίξουν την κουλτούρα των εργατικών και των λαϊκών στρωμάτων, στα οποία αναφέρονταν και για τα οποία δημιουργούσαν. Αυτό το νέο είδος ανθρώπου-πολίτη που οραματίστηκαν δεν το είδαν βέβαια ποτέ να εκφράζεται με υλικούς όρους. Τα επόμενα χρόνια η ανατολικογερμανική οικονομία, βυθισμένη στα έξοδα της ανοικοδόμησης και αποκλειστικά εξαρτημένη από την ΕΣΣΔ, αποδυναμωνόταν συνεχώς, με εμφανείς συνέπειες στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Το 1953 το Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα της Γερμανίας επιλέγει να τοποθετηθεί ιδεολογικά -εκτός των άλλων- απέναντι στις αισθητικές επιρροές της Δύσης. Με τις αποφάσεις του 3ου Συνεδρίου του χαρακτηρίζει τα πρότυπα που λανσάρουν τα προϊόντα της και ο τρόπος ζωής της «ξένα προς τον άνθρωπο» και «όπλα του ιμπεριαλισμού» και απαιτεί εθνοκεντρικό σχεδιασμό. Οφείλοντας να συμμορφωθεί στις κρατικο-κομματικές επιταγές, η εγχώρια δημιουργική κοινότητα προσπαθεί να αντλήσει έμπνευση και στοιχεία για τη δουλειά της μέσα από τα εθνικά της χαρακτηριστικά, το ντόπιο πεδίο τάσεων και την κουλτούρα της ζωής στο τότε ανατολικό μπλοκ. Αυτό που στη συνέχεια αποκάλεσαν, με το δέοντα σνομπισμό, «ανατολικοευρωπαϊκό κιτς» οι Δυτικοί «ειδήμονες του στιλ» –υπονοώντας ένα μείγμα οικονομικής φτώχειας, επαρχιωτισμού και απουσίας πρωτογενούς αισθητικού κριτηρίου– στην πραγματικότητα ήταν το αποτέλεσμα της ρητής εντολής του κρατικού μηχανισμού προς το χώρο του design να οριοθετηθεί με κάθε τρόπο από τον «αλλοτριωτικό κοσμοπολιτισμό της Δύσης».

Η επιρροή των ’60s. Η δεκαετία του ’60, για τη Δύση, δεν έμεινε στην ιστορία μόνο ως μια περίοδος ισχυρών πολιτικών εντάσεων και κοινωνικών ανακατατάξεων, αλλά και ως η δεκαετία που θεμελίωσε τον τρόπο της ζωής, όπως την ξέρουμε σήμερα. Παρότι η δομή του σοσιαλιστικού μπλοκ δεν επέτρεψε στις κοινωνίες του να μετέχουν πρωταγωνιστικά σε αυτό το οικονομικό, κοινωνικό και τεχνολογικό big bang, στάθηκε αδύνατον να ελέγξει τις συνέπειές του. Από το ’60 και μετά η επιβεβλημένη μέχρι τότε «ιδεολογική καταδίκη» των προτύπων που λανσάρει το αντίπαλο στρατόπεδο του Ψυχρού Πολέμου, αρχίζει να περνάει σε δεύτερη μοίρα για τους Ανατολικογερμανούς και κανείς δεν φαίνεται διατεθειμένος να υποστηρίξει ούτε θεωρητικά ούτε σχεδιαστικά ότι υπάρχουν δύο κατευθύνσεις στο design: μια που υπηρετεί τις κοινωνικές ανάγκες και μια που υμνεί τις ατομικές επιθυμίες. Η άφιξη της τηλεόρασης είναι καθοριστική στο να εξοικειώνει μέρα με τη μέρα τους Ανατολικoύς με συνήθειες της καθημερινής ζωής της Δύση, αφού είναι αδύνατον να ελεγχθούν τεχνικά οι δέκτες, οπότε σε πολλά σημεία του λαϊκοδημοκρατικού εδάφους η δυτικογερμανική TV εκπέμπει κανονικά. Θυμάται ο Ίνγκο Σούλτσε, συγγραφέας και κάτοικος της τότε Ανατολικής Γερμανίας: «Η Δύση μπήκε στο κεφάλι μου από τις διηγήσεις των δικών μου, από τα αυτοκινητάκια Matchbox, τα Lego, αργότερα δίσκους, βιβλία, φυσικά την τηλεόραση, τις ταινίες, τη μουσική, τα ρούχα, τα αυτοκίνητα, την τεχνολογική πρόοδο που για εμάς ήταν άπιαστη…». Οι εικόνες πλέον υπάρχουν, το ιδεολογικό πρόταγμα έχει ατονήσει, τι λείπει για να απογειωθεί ο τομέας του design και της συσκευασίας, που κρίνοντας κανείς από τα αντικείμενα στο ράφι του σούπερ μάρκετ μοιάζει πεισματικά καθηλωμένος στην προπολεμική εποχή; Σίγουρα όχι η δημιουργικότητα.

Η ζυγαριά του μπακάλη -παιδικό παιχνίδι

Καθήλωση ελλείψει αντιπάλου. Εκείνο που λείπει είναι ο ανταγωνισμός. Ας μην ξεχνάμε ότι αυτό που στις ΗΠΑ ή τη Μεγάλη Βρετανία χαρακτηρίστηκε «έκρηξη» της δημιουργικότητας στον τομέα του Σχεδιασμού και των Γραφιστικών Τεχνών οφειλόταν στον ύψιστο βαθμό του στις πιέσεις που δημιουργούσε ο φρενήρης ανταγωνισμός μεγάλων εταιρειών ιδιωτικών συμφερόντων (πολυεθνικών ή εγχώριων, αλλά πάντως ιδιωτικών) που υποχρέωσε τους μετέχοντες, εφόσον ήθελαν να παραμείνουν στο παιχνίδι, να επενδύουν τεράστια ποσά προκειμένου να διαφημίζονται και να αλλάζουν συνεχώς συσκευασίες, μοντέλα, σχεδιασμό προϊόντων, ώστε να κερδίζουν και να ανανεώνουν το ενδιαφέρον του καταναλωτή. Αντιθέτως, στην Ανατολική Γερμανία –και κατά αντιστοιχία σε όλο το Ανατολικό Μπλοκ– υπήρχαν μόνο εταιρείες κρατικών συμφερόντων με σαφώς μοιρασμένα τα πεδία δραστηριοποίησής τους, οπότε το ενδιαφέρον προβολής των παραγόμενων προϊόντων ήταν μηδαμινό. Αν σκεφτεί κανείς ότι η πρώτη διαφήμιση εμφανίζεται μόλις το 1975 και αφορά τις μαγειρικές χρήσεις ενός τυποποιημένου ψαριού από την ΕΣΣΔ, που έπρεπε να γνωστοποιηθούν στο γερμανικό κοινό προκειμένου να αγοράσει την κονσέρβα, κατανοεί ότι επί 40 τουλάχιστον χρόνια η σοσιαλιστικού τύπου διευθέτηση της αγοράς ακύρωνε τη γενεσιουργό αιτία του design στο χώρο της διαφήμισης και της συσκευασίας: Τον ανταγωνισμό των βιομηχανιών προκειμένου να κερδίσουν τον καταναλωτή-πελάτη.

 

«Λαοκρατικό» design στα πιρουνάκια του κοκτέιλ -ναι, φυσικά γίνονταν πάρτι και εκεί.

Η συσκευασία της Club Col: το Τείχος έπεσε, αλλά η «κομματικά απάντηση» στο εμβληματικό αναψυκτικό της Δύσης αποδείχτηκε πολύ-σκληρή-για-να-πεθάνει μαζί του.

ΠΗΓΗ: SED, εκδόσεις TASCHEN

Ακολουθήστε το iCookGreek.com στο Google News, την κορυφαία on-line γαστρονομική εφημερίδα με καθημερινή ενημέρωση.