Αρχική Food Stories Looking Back Τα αμέλωτα μελομακάρονα της γιαγιάς

Τα αμέλωτα μελομακάρονα της γιαγιάς

0
Τα αμέλωτα μελομακάρονα της γιαγιάς

Είχε μια μεγάλη οβάλ λεκάνη σε κρεμ απόχρωση φυλαγμένη στο πάνω ράφι της κουζίνας. Φώναζε τον παππού να της την κατεβάσει, γιατί δεν την έφτανε, διακόπτοντας την ανάγνωση της εφημερίδας –ιεροτελεστία καθημερινή που διεξαγόταν στην πιο φωτεινή μεριά της τζαμαρίας. Εκεί που μας έμαθε κι ανάγνωση. Όταν η μεγάλη οβάλ λεκάνη με την κρεμ απόχρωση έπαιρνε, φρεσκοπλυμένη, τη θέση της στο ξύλινο τραπέζι με το μουσαμά, το μύνημα για μας ήταν ένα: γιορτές!

Είχε μια μεγάλη οβάλ λεκάνη σε κρεμ απόχρωση φυλαγμένη στο πάνω ράφι της κουζίνας. Φώναζε τον παππού να της την κατεβάσει, γιατί δεν την έφτανε, διακόπτοντας την ανάγνωση της εφημερίδας –ιεροτελεστία καθημερινή που διεξαγόταν στην πιο φωτεινή μεριά της τζαμαρίας. Εκεί που μας έμαθε κι ανάγνωση. Όταν η μεγάλη οβάλ λεκάνη με την κρεμ απόχρωση έπαιρνε, φρεσκοπλυμένη, τη θέση της στο ξύλινο τραπέζι με το μουσαμά, το μύνημα για μας ήταν ένα: γιορτές!

Εκεί έφτιαχνε τα πασχαλινά τσουρέκια και κουλούρια, εκεί και τα μελομακάρονα. Παλεύοντας απ’ τη μια με την πρεσβυωπία -να βγάλει τα γράμματα της συνταγής- τα αλεύρια και τα μέλια της κι απ’ την άλλη με μας. Σα γατιά μπλεκόμασταν «μες στα ποδάρια της», παρακολουθώντας την μαγεμένα να χτυπάει κανελογαρίφαλα σε γουδιά και να ξύνει πορτοκαλόφλουδες, Κι όμως, η γιαγιά κατόρθωνε πάντα στο τέλος να φτιάχνει τα καλύτερα μελομακάρονα: μοσχοβολούσαν, είχαν ωραίο σχήμα, γενναίο καρυδένιο πασπάλισμα και στέκονταν κρουστά κρουστά, όπως έλεγε η μαμά, παρότι δεόντως μελωμένα.

Ως εγγόνια δεν μπορώ να πω ότι βοηθούσαμε ιδιαίτερα στη διαδικασία παρασκευής. Για την ακρίβεια, αποδιοργανώναμε το σύμπαν. Αν μπορούσε να μας κλειδώσει «σε κανένα πλυσταριό» μέχρι να τελειώσει το πλάσιμο θα το έκανε, έλεγε… Αλλά τέτοια περίπτωση δεν υπήρχε ούτε πλυσταριό άλλωστε πλέον. Το είχε γκρεμίσει ο παππούς παλιότερα να ανοίξει η αυλή. Απειλές του αέρα ήταν τα λόγια αυτά, κάτι ατυχείς στιγμές που γύρναγε φουριόζα να δει το φούρνο της και παραπατούσε εξαιτίας μας: θύμα της παντόφλας συνήθως κάποιο ήδη φαλακρό ανθρωπάκι του πλεϊμομπίλ με μια τρύπα να στο κεφάλι. «Πού ‘ναι τα μαλλιά του;» φώναζε αμέσως μετά «τα έχετε καταστρέψει όλα, διαβόλοι, κρίμας τα λεφτά που δίνει η μάνα σας για τζάτζαλα και μάντζαλα… ιιιιιιιχ καμός». (σ.σ. Αυτό το τελευταίο ακόμη και σήμερα αγνοώ τι ακριβώς σημαίνει. Ακουγόταν πάντως σαν αναστεναγμός μιας σιχτιρισμένης πρώιμης Ζουμπουλίας και πρέπει να έχει κάποια ετυμολογική σχέση με τον «καημό»).

Μόλις έφευγε ο φόβος του γκρεμοτσακίσματος όμως η γιαγιά ξαναγλύκαινε αμέσως –σαν τα μελομακάρονά της. Σκούπιζε πρόχειρα τα χέρια στην ποδιά, μας κάθιζε στο ντιβάνι-μπαούλο της τραπεζαρίας και έφερνε το χάρτινο σκληρό γαλαζωπό κουτί με τις δεκάδες καρτ ποστάλ, τις εποχικές κάρτες και τα «ενθυμήματα» αλλοτινών εποχών. Παλιοκαιρισμένες εικόνες με καλλιγραφικά γράμματα που τις είχαμε μάθει πια απ’ έξω κι ανακατωτά, αλλά πάντα κατόρθωναν να μας βυθίζουν για λίγο στο μαγικό τους κόσμο: η πόλη της Κέρκυρας, το λιμάνι της Μασσαλίας, η ωραία Λέσβος, μια φάτνη με το αστέρι της Βηθλεέμ, θερμότατες ευχές από τον θείο Μιχαλάκη…

Μόνο η μυρωδιά των μελομακάρονων που μόλις βγαίναν απ’ το φούρνο μας ξύπναγε απ’ τα όνειρα. Ήταν η ώρα που καταστρώναμε τα σχέδια για το μικρό μας εορταστικό πλιάτσικο. Βλέπετε τα μελομακάρονα μας άρεσαν πιο πολύ πριν μελωθούν -στη φάση του τραγανού, φρεσκοψημένου μπισκότου. Μα η γιαγιά έλεγε πως δεν τρώγονται έτσι. (Τι τα θες, βρε γιαγιά, περί ορέξεως κολοκυθόπιτα, αφού το ξέρεις…)

Μια φορά, λοιπόν, είχαμε βουτήξει απ’ το ταψί τα μισά αμέλωτα μελομακάρονα, τα καταχωνιάσαμε σε μια αγιοβασιλιάτικη κάλτσα που κάποιος άλλος θείος –όχι ο Μιχαλάκης– είχε φέρει απ’ το Μόναχο και κατεβήκαμε τρεχάλα τη σιδερένια, γυριστή σκάλα με στόχο να τα απολαύσουμε με την ησυχία μας «στο κάτω σπίτι». Ο οργισμένος, μακρόσυρτος και βαθύς «ιιιιιχ καμός» που αντήχησε στη γειτονιά μερικά δευτερόλεπτα αργότερα δε σήκωνε παρερμηνεία: είχαμε διαπράξει μπούρδα ολκής. Γυρίσαμε άρον άρον τα αμέλωτα λάφυρα στο θυμωμένο δημιουργό τους, ο πανικός ήταν όμως άλλος: πώς αν το μάθαινε ο μπαμπάς, κλάφ’ το το δώρο του Αϊ Βασίλη.

Μα η γιαγιούλα μας δεν το ξεστόμισε τελικά ποτέ εκείνο το τρομακτικό «έννοια σας και θα τα πω όλα του πατέρα σας, σα γυρίσει» ούτε του μαρτύρησε την κλοπή το βράδυ. Κι όχι μόνο αυτό αλλά έκτοτε, σαν κατάλαβε ότι αλήθεια μας αρέσαν έτσι, κάθε χρόνο τέτοια μέρα έκανε για λίγο την αφοσιωμένη στο νεροχύτη της να μας αφήνει να …κλέβουμε πίσω απ’ την πλάτη της από ένα μελομακάρονο-χωρίς-μέλι.

Ο πιο εύκολος τρόπος να παραγγείλεις πετρέλαιο θέρμανσης! Ζέστανε τώρα, αυτούς που αγαπάς! Πετρέλαιο θέρμανσης τιμή που... τα σπάει! Παράγγειλε τώρα Online!