ΣΥΝΤΑΓΕΣ ΜΕ ΙΣΤΟΡΙΑ | «Ημέρα καρμπονάρας» η 6η Απριλίου για τη Ρώμη και τα εστιατόρια της ιταλικής πόλης-γόησσας γιορτάζουν το εμβληματικό πιάτο της κουζίνας της. Και βέβαια μαζί τους γιορτάζουν όλοι οι «μακαρονάδες» της οικουμένης.
Αυτά τα λαχταριστά ζυμαρικά αγαπήθηκαν ιδιαίτερα και στη χώρα μας, σε μια εκδοχή πάντως που αλλάζει το χαρακτήρα της αρχικής συνταγής, καθώς η «ελληνική βερσιόν» εμπεριέχει και κρέμα γάλακτος. Στην πραγματικότητα η έξτρα γεύση αυτών των σπαγγέτι στηρίζεται στο μπέικον, το τυρί (πεκορίνο ή παρμεζάνα) και τα αυγά.
Η καταγωγή της καρμπονάρας δεν έχει προσδιοριστεί με σαφήνεια, εκείνο που θεωρείται βέβαιο είναι πως δεν συναντιέται καταγεγραμμένη πριν από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και δεν γίνεται αναφορά στη συνταγή της από την Ada Boni (1881 – 1973) στην έκδοση La Cucina Romana του 1930.
Υπάρχουν πολλές θεωρίες για την προέλευση του ονόματος, που μπορεί να είναι πιο πρόσφατο από το ίδιο το πιάτο και την ιστορία της συνταγής.
Καθώς συγγενεύει ετυμολογικά με τις λέξεις «άνθρακας», «κάρβουνο» και «καρβουνιάρης», εικάζεται από κάποιους ότι το πιάτο αποτελούσε πλούσιο γεύμα των Ιταλών ανθρακωρύχων και εργατών του κάρβουνου. Για τον ίδιο λόγο, σε ορισμένες περιοχές των Ηνωμένων Πολιτειών δόθηκε στη συνταγή το παρατσούκλι «το σπαγγέτι του ανθρακωρύχου».
Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι το μπόλικο φρεσκοτριμμένο, μαύρο πιπέρι που απαιτούσε η καρμπονάρα, για την παρασκευή αλλά και το φινίρισμα του πιάτου, θύμιζε υπολείμματα κάρβουνου και από εκεί προέκυψε το όνομά της.
Βάσει των στοιχείων πάντως υπερισχύει το σενάριο πως η καρμπονάρα είναι πιάτο αστικής κουζίνας και ειδικότερα της κουζίνας της Ρώμης. Η πρώτη καταγραφή της γίνεται δε μόλις το 1950, όταν δημοσιεύτηκε αναφορά στη συνταγή στην ιστορική ιταλική εφημερίδα La Stampa. Περιγράφτηκε μάλιστα ως το πιάτο που αναζητούσαν οι Αμερικανοί αξιωματικοί μετά την απελευθέρωση το 1944 και χαρακτηριζόταν ως ρωμαϊκό πιάτο, σε μια εποχή που όντως πολλοί Ιταλοί έτρωγαν αυγά (σε σκόνη) και μπέικον προερχόμενα τη βοήθεια των συμμαχικών στρατευμάτων.