Αρχική Ιστορίες Food Stories Γιώργος Ανδρέου

Γιώργος Ανδρέου

0
Γιώργος Ανδρέου

Διαβάζοντας το κείμενο που ακολουθεί καταλαβαίνεις πως η ύπαρξη μιας Πολίτισσας γιαγιάς (έστω και κατά το ήμισυ) σε συγκαταλέγει αυτόματα στους τυχερούς αυτού του κόσμου: εκείνους τους πάμπλουτους σε μνήμες και συναίσθημα τύπους, με τα αξιοζήλευτα αποθέματα κατανόησης και -τελικά νομίζω- αγάπης.

Διαβάζοντας το κείμενο που ακολουθεί καταλαβαίνεις πως η ύπαρξη μιας Πολίτισσας γιαγιάς (έστω και κατά το ήμισυ) σε συγκαταλέγει αυτόματα στους τυχερούς αυτού του κόσμου: εκείνους τους πάμπλουτους σε μνήμες και συναίσθημα τύπους, με τα αξιοζήλευτα αποθέματα κατανόησης και -τελικά νομίζω- αγάπης.

Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ Η ΜΑΓΕΙΡΙΣΣΑ
Η καταγωγή της γιαγιάς μου ήταν κατά το ήμισυ από την Κωνσταντινούπολη (η μητέρα της) και κατά το άλλο ήμισυ από την Αδριανούπολη (ο πατέρας της). Μαγείρευε κρεατοπιτάκια  Καισαρείας, με κιμά ανάμικτο χοιρινό και μοσχαρίσιο, μπερδεμένο με «μπαχάρια», που τον τύλιγε σε τρίγωνα ζύμης, τον έβαζε σε «τεψί» μαζί με γιαούρτι σακούλας που είχε ανακατέψει με άνηθο, χυμό λεμονιού, λίγη ζάχαρη κι αλάτι, και τον έψηνε στο φούρνο μέχρι να ροδοκοκκινίσουν τα πιτάκια. Ύστερα άφηνε το φαγητό να  «ξαποστάσει» (να χάσει θερμότητα) και το περιέχυνε με ζωμό που είχε παρασκευάσει βράζοντας ένα μεγάλο μοσχαρίσιο κόκαλο μαζί  με καρότα και κολοκυθάκια.

Την παραμονή των Χριστουγέννων μαγείρευε «κότα αρμιά», ένα εξαίσιο φαγητό κατσαρόλας με κοτόπουλο, λάχανο τουρσί και γλυκιά πάπρικα. Το τουρσί το είχε παρασκευάσει φυσικά μόνη της, «αρμυρίζοντας» φύλλα λάχανου με ξίδι και λίγο κρασί άσπρο, φύλλα που τοποθετούσε σε καλά βρασμένα (για αποστείρωση) γυάλινα δοχεία τα οποία σφράγιζε σφιχτά και τοποθετούσε με το καπάκι κάτω (για να μένει αεροστεγώς προστατευμένο το περιεχόμενο). Άλλες φορές πάλι, τα  τουρσιά τα προετοίμαζε σε μεγάλο ανοιχτό δοχείο, στο οποίο από καιρό σε καιρό φυσούσε με καλάμι, ίσως γιατί το διοξείδιο της αναπνοής έπαιζε ρόλο στην οξείδωση του μείγματος.  Αυτό όμως που περισσότερο θυμάμαι με συγκίνηση είναι ο τρόπος που έφτιαχνε τα λαμπριάτικα τσουρέκια της. «Έπιανε» πρώτα τη μαγιά, ξινίζοντας  ένα κομμάτι ζυμάρι. Ύστερα έφτιαχνε τη ζύμη και την τοποθετούσε σε μεγάλα πήλινα δοχεία με καπάκι, που σκέπαζε με κουβέρτες και «καρπέτες» για να «ανεβεί», να φουσκώσει και να ξεχειλίσει.

Η γιαγιά μου ξάπλωνε δίπλα στα ζυμάρια της, τους μιλούσε τρυφερά, τα κανάκευε, τους τραγουδούσε, για να ευχαριστηθούν και να υψωθούν, να ετοιμαστούν για το δεύτερο ζύμωμα και πλάσιμό τους σε πλεξούδες, τις οποίες «έδενε» τόσο επιδέξια όσο τη δική της κοτσίδα, τον «κότσο», αφού είχε μέχρι τα βαθιά γεράματα μαλλιά μακριά, ομηρικά, που έφταναν ως τη μέση της. Και είτε Χριστουγέννων παραμονή είτε Πάσχα, επειδή νήστευε για να κοινωνήσει, ερχόταν να ζητήσει «σχώρεση» απ’ όλους της οικογένειας. Στη διάρκεια του μεσημεριανού τραπεζιού γονάτιζε μπροστά στον πατέρα μου, τη μάνα μου και κόρη της, στα πόδια του μικρού μου αδελφού και τα δικά μου, μας φιλούσε το δεξί χέρι και, ελαφριά πια από «γινάτια κι αμαρτίες», μ’ ένα χαμόγελο ζεστό, ανακουφισμένο, χανόταν στην κάμαρή της για να ετοιμαστεί για την εκκλησία, αφήνοντάς μας αμήχανους, συγκινημένους, με κρυφά δάκρυα στην άκρη των ματιών.

Πολλές φορές στη ζωή μου ανακάλεσα αγαπητικά και θαυμαστικά το θάρρος και τη δύναμη αυτής της γονυκλισίας. Κι επειδή μέσα στα χρόνια έγινα κι εγώ ερασιτέχνης μάγειρας, έχω πια συσχετίσει μέσα μου το μαγείρεμα με τη συγγνώμη. Κάθε φορά που ο άνθρωπος μαγειρεύει, λέω, πρέπει να γονατίζει, να ζητάει συχώρεση απ’ τις ψυχές των αθώων ζώων που θυσιάζει για την κρεοφαγία του, απ’ τις ψυχές των σπαρτών και των καρπών που θερίζει, που αποσπά από το μητρικό δέντρο για να κορέσει την πείνα του, για να σταθεί στον κόσμο.

Όσο για μένα, είναι χρόνια που σκέφτομαι αυτή τη γονυκλισία, να ζητήσω συχώρεση όχι μόνο απ’ τους δικούς μου, την οικογένειά μου, αλλά κι απ’ τους  αγαπημένους μου όλους. Μια το αποφασίζω, μια το αναβάλλω. Κι η γιαγιά μου με κοιτάει από τον ουρανό, κουνάει το κεφάλι της με κατανόηση και χαμογελάει μ’ εκείνο το χαμόγελο που εγώ δεν έχω αξιωθεί ακόμα.

* Δυο λόγια για τον Γιώργο Ανδρέου 

Θα μπορούσα να πω ότι γεννήθηκε στις Σέρρες. Ότι έμαθε πιάνο από μικρός, ότι τέλειωσε τη Νομική και ότι ολοκλήρωσε τις -πολύ δυνατές, σύμφωνα με τους γνώστες- μουσικές σπουδές του στην Ελβετία. Ότι είναι σημαντικός συνθέτης και ενίοτε στιχουργός, ότι μετράει πάμπολλους προσωπικούς δίσκους, πάμπολλες ενορχηστρώσεις και πάμπολλες συνεργασίες: Βιτάλη, Τσαλιγοπούλου, Τσανακλίδου, Μάνου, Αλκίνοος, Θαλασσινός,  Ξυδάκης, Νταλάρας, Πορτοκάλογλου, Κατσιμιχαίοι – να μην τελειώνουν…  Θα μπορούσα.

Όμως αυτές οι γραμμές ποτέ δεν είχαν στόχο να κάνουν κανέναν ειδικό στο βιογραφικό κανενός. Ούτε να βρουν «αντικειμενικά κριτήρια» για τη σπουδαιότητα των ανθρώπων που φιλοξενούνται, τα οποία έτσι κι αλλιώς καμία ανάγκη δεν έχουν – τουλάχιστον όχι από μας. Αντίθετα, εδώ κατατίθενται «κριτήρια υποκειμενικά», ανιχνεύονται μόνο οι στιγμές που κάποιοι «γράψανε» βαθιά στις καρδιές μας – και γι’ αυτό τους παρακαλέσαμε να γράψουν και στις σελίδες μας. Για τον Ανδρέου λοιπόν…

Στιγμή πρώτη: Το Γράμμα στον κ. Γκάτσο, σε στίχους και μουσική δικά του. «Όλα, κύριε Νίκο, είναι εδώ, όπως τα άφησες εσύ κι όπως τα ξέρεις, από της λύπης τον καιρό». Παρότι ο βασικός παραλήπτης πιθανά δεν το έλαβε ποτέ, το Γράμμα κοινοποιήθηκε τουλάχιστον σε όλους εμάς, που μετά δυσκολίας αναπνέαμε κάτι αποπνικτικές μέρες της δεκαετίας του ’90. Και μας χάρισε ανάσες.

Στιγμή δεύτερη: Το τραγούδι του Παράξενου Κόσμου, στίχοι και μουσική δικά του. «Κι όμως στον παράξενο κόσμο που ζω, όλα καλά και σωστά καμωμένα, νύχτα κι αυτή χωρίς εσένα…». Λέξεις που λατρεύτηκαν αυτοστιγμεί, μουσική που λατρεύτηκε αυτοστιγμεί, και ένας κόμπος στο στομάχι που δέθηκε σιγά σιγά καθώς εξελισσόταν το τραγούδι, και που δε λύθηκε ποτέ. Κι αυτός πια λατρεμένος.

Στιγμή τρίτη: Άγιος ο Έρωτας, μουσική δική του, στίχοι Διονύση Καρατζά: «Ανάμεσα στα όνειρα σπαράσσει η ζωή μας (…) άγιος ο έρωτας, άγιος καημός (…)». Είναι κάποιες γωνίες κάποιων δρόμων, όπου κάποια μέρα και κάποια ώρα κλείνουν ραντεβού οι στίχοι με τις μουσικές και συμβαίνει το ασύλληπτο. Πόσο πιο συγκεκριμένο να γίνει πια; 

Χωρίς να σημαίνει ότι ο ίδιος δεν έχει κάνει άλλα, αυτός είναι «με δυο λόγια» ο δικός μας Ανδρέου. Δικό του το Γράμμα, δικό του το Τραγούδι, δικός του και ο Αύγουστος με τις μεγάλες μνήμες…  Και, βέβαια, δική του και η Πολίτισσα Γιαγιά, την οποία εγκάρδια μας συστήνει, και πολύ τον ευχαριστούμε για την τιμή.

Ακολουθήστε το iCookGreek.com στο Facebook, για αγαπημένες συνταγές μαγειρικής και καθημερινές ειδήσεις από τον κόσμο της γεύσης.